αγαλακτία

αγαλακτία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγαλακτία" в других словарях:

  • ἀγαλακτία — ἀγαλακτίᾱ , ἀγαλακτία want of milk fem nom/voc/acc dual ἀγαλακτίᾱ , ἀγαλακτία want of milk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαλακτία — αγαλακτία, η και αγαλαξία, η το να μην έχει καθόλου γάλα η λεχώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαλακτία — Παθολογικό σύμπτωμα σε άρρωστα γαλακτοφόρα ζώα και στον άνθρωπο. Υπάρχουν διάφορα αίτια που μπορεί να κάνουν τους μαστούς να μην εκκρίνουν γάλα (εξάντληση του οργανισμού από μακρόχρονες αρρώστιες ή από δηλητηρίαση κλπ.). Στα πρόβατα και τα γίδια… …   Dictionary of Greek

  • ἀγαλακτίας — ἀγαλακτίᾱς , ἀγαλακτία want of milk fem acc pl ἀγαλακτίᾱς , ἀγαλακτία want of milk fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλακτίαν — ἀγαλακτίᾱν , ἀγαλακτία want of milk fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαλόρροια — η η ολική ή μερική έλλειψη γάλακτος στους μαστούς τής μητέρας, μετά τον τοκετό, κατά τον χρόνο ενάρξεως τού θηλασμού (βλ. και αγαλακτία). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάλα + ρέω] …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • παρμάρα — η 1. λαϊκή ονομασία τής ασθένειας τών αιγοπροβάτων που λέγεται αγαλακτία, αλλ. παρμός 2. (σχετικά με πρόσ.) η ημιπληγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρμός + κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»